Το Σαγκρί και η πολιτιστική του κληρονομιά
Στο κέντρο του νησιού, πάνω σ’ εύφορη πεδιάδα δεσπόζει το Σαγκρί. Η φυσική ομορφιά του τοπίου, η αρχιτεκτονική και ο πολιτιστικός του πλούτος καθιστούν το Σαγκρί, που αποκαλείται και ως «μικρός Μυστράς», σημείο αναφοράς όχι μόνο για τη Νάξο, αλλά και για τις Κυκλάδες συνολικά.
Ο Ναός της Δήμητρας
Ο Ναός της Δήμητρας στη Γύρουλα Σαγκρίου απέχει 1,5 χιλιόμετρο από το Άνω Σαγκρί και δεσπόζει στην κορυφή χαμηλού λόφου και στο μέσο μιας εύφορης κοιλάδας, με θέα στη θάλασσα.
Είναι ύστερος αρχαϊκός ναός, που κατασκευάσθηκε γύρω στο 530 – 520 π.Χ., έναν αιώνα πριν από την ανέγερση του Παρθενώνα, ως ιερό, που ήταν πιθανώς αφιερωμένο στη Δήμητρα θεά της συγκομιδής, της σποράς και της γονιμότητας, και στην κόρη της Περσεφόνη, όμως υπάρχουν επίσης και ενδείξεις λατρείας του Απόλλωνα στον χώρο.
Είναι από τους πρώτους ιωνικούς ναούς και χτίστηκε εξ ολοκλήρου από μάρμαρο Νάξου.
Λόγω αυτού του γεγονότος, αλλά και λόγω του ασυνήθιστου σχήματος του, ο ναός αναφέρεται επανειλημμένα ως Τελεστήριο.
Στο 6ο αιώνα μ.Χ. το μεγαλύτερο μέρος του ναού κατεδαφίστηκε και χτίστηκε τρίκλιτη χριστιανική βασιλική από τις πέτρες του στον ίδιο χώρο, ενώ αργότερα κτίστηκε δίπλα μικρός ναός του Αγίου Ιωάννη Θεολόγου.
Κάτω από το ναό βρίσκεται το μουσείο, που εναρμονίζεται άψογα με το φυσικό του περιβάλλον και που ανάμεσα στα εκθέματά του διαθέτει τμήματα αγαλμάτων και αφιερωμάτων του ναού, όπως επίσης μια αναπαράσταση της τρίκλιτης βασιλικής.
Το Κάστρο του Απαλίρου
Η πιο πιθανή χρονολογία κατασκευής του Κάστρου είναι την περίοδο της αυτοκρατορίας του Λέοντα Γ΄ Ισαύρου, περίοδος κατά την οποία έγιναν έργα ενίσχυσης της άμυνας των νησιών από τις επιδρομές των Αράβων – Σαρακινών πειρατών, σε μια εποχή, που η απειλή από τους Άραβες είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της, ενώ είχε αρχίσει και η εποχή της πειρατείας στο αρχιπέλαγος του Αιγαίου που κράτησε για πολλούς αιώνες.
Αυτή η χρονολόγηση σημαίνει πως το Κάστρο του Απαλίρου είναι από τις παλιότερες σωζόμενες καστροπολιτείες, δεδομένου ότι δεν δέχθηκε σημαντικές τροποποιήσεις τους επόμενους αιώνες.
Η κατοίκηση και η χρήση του Κάστρου τερματίστηκε, όταν το κατέλαβαν οι Ενετοί του Μάρκου Σανούδου περίπου το 1207.
Στη βυζαντινή εποχή το Κάστρο ήταν η ακρόπολη της πρωτεύουσας του νησιού, που απλώνονταν κάτω από το Κάστρο στους πρόποδες του λόφου.
Η θέση του ήταν εξαιρετικά οχυρή, αφού βρίσκεται σε απρόσιτο βράχο με σχετικά μεγάλο υψόμετρο.
Σήμερα στο Κάστρο σώζεται μεγάλο μέρος των τειχών με πύργους και προμαχώνες, στέρνες, όπως επίσης και ερείπια 250 κατοικιών, εκκλησιών, φούρνου, ελαιοτριβείου και άλλων κτισμάτων.
Βυζαντινές εκκλησίες
Θρησκευτικά μνημεία διάσπαρτα σε όλη την περιφέρεια του Σαγκρίου, που στολίζουν και προκαλούν δέος με την αρχιτεκτονική τους.
Τα υλικά κατασκευής τους είναι αργολιθοδομή λιγότερο ή περισσότερο προσεγμένη.
Άλλο χαρακτηριστικό στοιχείο των ναών είναι οι αψίδες, σχεδόν στο σύνολο τους ημικυκλικές, σπάνια τρίπλευρες ορθογωνικές, ενώ επίσης υπάρχουν και ανάψυδοι τόσο βυζαντινοί, όσο και μεταβυζαντινοί ναοί.
Οι τρούλοι σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις έχουν κυλινδρικά τα τύμπανα, με μικρές εξαιρέσεις, που είναι οκτάπλευρα. Μερικές φορές συναντάμε τρούλο, που η βάση του είναι ιδιαίτερα πιεσμένη δίνοντας την αίσθηση τετράγωνου ή ορθογωνίου με στρογγυλεμένες γωνίες.
Επίσης, σώζονται τμήματα από μαρμαρόγλυπτα τέμπλα και σημαντικές τοιχογραφίες, που καταστράφηκαν με το πέρασμα των χρόνων από παρεμβάσεις.
Χαρακτηριστικά των Ναών ξεκινώντας από τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους είναι οι Βασιλικές του 6ου αιώνα μ.Χ. και διάφορα άλλα είδη ναών, καμαροσκεπείς, ναοί τύπου «μαυσωλείου», ναοί ιδιότυποι, δίκογχοι.
Το μοναστήρι του Αγίου Ελευθερίου
Το μοναστήρι του Αγίου Ελευθερίου υψώνεται μεγαλόπρεπο στο χωριό Άνω Σαγκρί.
Αποτελείται από το καθολικό και από το κυρίως μοναστηριακό διώροφο συγκρότημα, που χρησίμευε για κατοικία των μοναχών και αργότερα λειτούργησε ως σχολή κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας.
Στο τέμπλο της μονής υπάρχουν ενδιαφέρουσες εικόνες, οι οποίες εκτός από την αξιόλογη τεχνοτροπία τους, αποκαλύπτουν αρκετές πληροφορίες και για την ίδια την ιστορία της μονής.
Χαρακτηριστικές είναι οι εικόνες του Αγίου Ελευθερίου, του Παντοκράτορος, του Αγίου Αρτεμίου, καθώς και της Παναγίας Ελεούσας.
Το μοναστήρι περιλαμβάνει αποθήκες, κελλιά και μια μεγάλη αίθουσα, που παλαιά λειτουργούσε σαν αίθουσα διδασκαλίας και βιβλιοθήκη.
Η μονή Αγίου Ελευθερίου υπήρξε αξιόλογο θρησκευτικό και πνευματικό κέντρο κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων της Τουρκοκρατίας.
Στις 8 Νοεμβρίου 2015, επαναπατρίσθηκε στη Νάξο η Ιερή Λειψανοθήκη με αποτμήματα Τιμίων Λειψάνων 13 Αγίων της Εκκλησίας, που κατασκευάσθηκε το 1817 ἀπό τόν ἀοίδιμο Ιερομόναχο και Ηγούμενο της Ιεράς Μονής Αγίου Ελευθερίου Σαγκρίου, Νάξου, Καλλίνικο Βαρβατάκη.
ΕΝΕΤΙΚΟΙ ΠΥΡΓΟΙ
Πύργος Della Rocca - Grazia
Φρουριακού χαρακτήρα με πολεμίστρες, με χαρακτηριστικό τον περιστερώνα στο επάνω μέρος του.
Από τα παλαιότερα ενετικά κτίσματα. Χρονολογείται τον 16ο αιώνα.
Αναφέρεται σε προικοσύμφωνο του 1823, ανάμεσα στις οικογένειες Della Rocca και De Lastic.
Γύρω του υπάρχουν προκτίσματα, όπως ενετικής αρχιτεκτονικής αλέα που οδηγεί σε πηγάδι και φουρνόσπιτο, καθώς και ο ναός του Αγίου Νικολάου του Τολεντίνο.
Το κτήμα είναι γνωστό ως τα «φράγκικα» και καταλάμβανε όλη την γύρω περιοχή, όπου απλώνονταν περιβόλια και αμπέλια.
Σήμερα ανήκει στην οικογένεια Γρατσία που αναστύλωσε το μνημείο με ευαισθησία και αφοσίωση και καλλιεργεί στις εκτάσεις του τους αμπελώνες του κτήματος.
Πύργος Μπαζαίου
Είναι χτισμένος στους πρόποδες του όρους Προφήτης Ηλίας, κοντά στα ερείπια ενός παλιότερου μοναστηριού, της Καλορίτσας (9ος αιώνας) και σε απόσταση ενός χιλιομέτρου περίπου από το χωριό Άνω Σαγκρί.
Ξεχωρίζει με την επιβλητική μορφή του και λόγω και της θέσης του σε κομβικό σημείο της οδού, που συνδέει την πόλη της Νάξου (Χώρα) με το Χαλκί Νάξου και την παραλία της Αγιασσού.
Είναι από τα πλέον αναγνωρίσιμα μεταβυζαντινά μνημεία του νησιού και αρχιτεκτονικά ανήκει στο τύπο των πυργοειδών συγκροτημάτων, στην χαρακτηριστικότερη δηλαδή ομάδα μνημείων της Νάξου, η χρονολόγηση των οποίων ξεκινά από τον 13ο και καταλήγει τον 18ο αιώνα. Η παρουσία αυτού του κτιριακού τύπου στο νησί, οφείλεται αφενός στη γενική αβεβαιότητα, που επικρατούσε στο Αιγαίο εξαιτίας της πειρατείας, αφετέρου στη φεουδαρχική οργάνωση της εξουσίας του νησιού που ξεκίνησε τα χρόνια του μεσαίωνα, συστηματοποιήθηκε επί ενετοκρατίας και τελικά επιβίωσε ακόμα και στα χρόνια της τουρκοκρατίας.
Ο συγκεκριμένος πύργος κτίστηκε περίπου το 1600. Αρχικά λειτούργησε ως μοναστήρι του Τιμίου Σταυρού μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα, οπότε εγκαταλείφθηκε από τους τελευταίους μοναχούς και περιήλθε στην ιδιοκτησία του νεοσύστατου τότε Ελληνικού κράτους.
Για πολλά χρόνια φιλοξενούσε οικογένειες αγγειοπλαστών, που ζούσαν στο χώρο και κατασκεύαζαν τα κεραμικά τους. Στο τέλος περίπου, του 19ου αιώνα, εκποιήθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο και αγοράστηκε από την οικογένεια Μπαζαίου, στους απογόνους της οποίας ανήκει έως σήμερα. Η οικογένεια ακολουθώντας την παράδοση των Ενετών του νησιού, παράλληλα με την κύρια κατοικία της στη Χώρα, διατηρούσε τον πύργο ως εξοχική κατοικία και χώρο συλλογής των αγροτικών προμηθειών.
Το 2000 ολοκληρώθηκε η πρώτη φάση αναστήλωσής του και έκτοτε λειτουργεί ως χώρος υλοποίησης πολιτιστικών και πολιτισμικών δραστηριοτήτων, οι οποίες φιλοξενούνται στους χώρους του κάθε καλοκαίρι.
Πύργος Παλαιολόγου
Βρίσκεται δίπλα στη βυζαντινή εκκλησία της Παναγίας της Ορφανής, στη δυτική πλευρά του οικισμού Κάτω Σαγκρίου με θέα προς το χωριό Ποταμιά και το Τσικαλαριό.
Αρχικά ανήκε στους Crispi (1629) και στη συνέχεια στους Barozzi (1699).
Είναι τριώροφος με βοηθητικούς χώρους και με αγρόκτημα.
Στο οικόσημο στο κεντρικό υπέρθυρο, υπάρχει η επιγραφή: “FATTO NEL 1699 ADI 29 AG. I.A.B.”, η οποία είναι παραχάραξη παλαιότερης των Crispi, αλλάζοντας τα αρχικά “N.C.” σε “Ι.B” και τη χρονολογία από 1629 σε 1699.
Στη συνέχεια περιήλθε στις οικογένειες Γκύζη, Μπογιατζόγλου (1878) και Παλαιολόγου (1915).
Πύργος Σομμαρρίπα
Βρίσκεται στον οικισμό Κανακάρι δίπλα στον ορθόδοξο ναό της Παναγίας της Κανακαριώτισσας, που κάποτε ήταν δίκλιτος (ορθόδοξος – καθολικός).
Στο υπέρθυρο του παραθύρου υπάρχει εντοιχισμένο οικόσημο με την επιγραφή “1656 F.N.S”. Πρόκειται για τη χρονολογία και τα αρχικά του πρώτου ιδιοκτήτη Francesco N. Sommaripa.
Το κτίσμα στις ημέρες μας έχει ερειπωμένη μορφή μετά τις μεγάλες καταστροφές που υπέστη κατά τη διάρκεια μιας καταιγίδας το 1940, όταν κατέρρευσε η στέγη.